διαφημισεις

style="display:block" data-ad-format="fluid" data-ad-layout-key="-gy+i-1v-b4+su" data-ad-client="ca-pub-1076069104982771" data-ad-slot="3193834661">

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014


Είπε Γέρων...


Χορταράκι ελέησον! Πουλάκι ελέησον! Τα πάντα μέσα μου και γύρω μου, και τα μικρά και τα μεγάλα, τα περασμένα και τα άπειρα, και τα απλά και τα αινιγματώδη, και τα σκοτεινά και τα φωτεινά, και το ορατό και το αόρατο, και το θνητό και το αθάνατο, και το καλό και το κακό, το παν και τα πάντα σε όλους τους κόσμους που γνωρίζω και αισθάνομαι, με υποκινούν σε κραυγαλέα προσευχή: Κύριε ελέησον! Οι πόνοι μας συνοψίζουν όλες τις ανθρώπινες λέξεις σε μια προσευχή και σε μια κραυγή: Κύριε ελέησον! Στραμμένοι προς Εσέ βρίσκουμε ξεχειλισμένο σ΄ όλο το είναι μας, μόνο ένα στεναγμό: Κύριε ελέησον! Θα θέλαμε να Σου πούμε τον εαυτό μας, αλλά χύνονται τα δάκρυά μας και Σου λέμε όλη την ψυχή μας μέσα σ΄ αυτά τα δυο λόγια: Κύριε ελέησον! Το κάθε κτίσμα έχει την καρδιά του. Και η καρδιά είναι με τούτο καρδιά, γιατί αναστενάζει και τείνει προς Εσέ: Κύριε ελέησον! Σ΄ αυτό το λυπημένο κόσμο ο άνθρωπος δεν έχει μεγαλύτερη ανάγκη από το να ελεηθεί πρώτιστα από Σένα, Κύριε ελέησον! Και μαζί με Σένα και πίσω από Σένα να τον ελεήσουν όλα τα όντα και όλη η κτίση: Κύριε ελέησον! Μητέρα ελέησον! Φίλε ελέησον! Χορταράκι ελέησον! Πουλάκι ελέησον! Όλα τα όντα σε όλους τους κόσμους: Ελεήστε!!! Ελεήστε!!! Ελεήστε!!

Ότε η χάρις του Θεού ένευσεν εις την καρδίαν μου ίνα έλθω εις τον ευλογημένον τούτον τόπον της ησυχίας και προσευχής, ήτο Φεβρουάριος του σωτηρίου έτους 1910˙ ο πόθος μου ήτο να μεταβώ εις την Σκήτην των Καυσοκαλυβίων, όπου ήσκησεν ο συντοπίτης μου Όσιος Ακάκιος και όπου εμόναζον και μονάζωσιν εισέτι δύο αυτάδελφοι ιερομόναχοι συμπολίται μου, ων ο πνευματικός Παντελεήμων[1], οσιώτατος και εις άκρον ενάρετος, είναι και ο πρεσβύτερος ίσως των επιζώντων αγιορειτών ήδη 103 ετών γέροντας.
Είχον πράγματι την απόφασιν και μετά την άφιξίν μου εις Άγιον Όρος να μεταβώ και ζήσω ως ασκητής, και εκίνησα διά ξηράς εκ Δάφνης διά Καυσοκαλύβια. Διερχόμενος όμως εκ της ιεράς ταύτης Μονής του Αγίου Διονυσίου και ιδών την ευταξίαν των πατέρων εις συμπεσούσαν εκείνην την ημέραν κηδείαν γηραιού ιεροδιακόνου και επηρεασθείς εκ της ασκητικής μορφής της τε Μονής και του φυσικού περιβάλλοντος παρέμεινα, εις τον πανάγαθον Θεόν και τον Τίμιον Πρόδρομον επιρρίψας τας ελπίδας της σωτηρίας μου.
Ήτο Μεγάλη Τεσσαρακοστή όταν εκοινοβίασα (εντάχθηκα στο μοναστήρι) και εδιωρίσθην να υπηρετώ ως βοηθός εις τον ξενώνα της Μονής. Κατ’ εκείνην την έποχήν αι ιεραί Σκήται και τα ερημητήρια ήσαν υπερπλήρη μοναχών, αι δε ιεραί Μοναί έχουσαι τα Μετόχια των τότε, έδιδον αφειδότερον την ελεημοσύνην, και δεν υπήρχε και ο χωρισμός του μνημόσυνου, έφ’ ω κάθε Σάββατον εσπέρας ήρχοντο ασκηταί και ερημίται πατέρες, ίνα και εις την αγρυπνίαν μείνωσι και την καθιερωμένην ελεημοσύνην λάβωσι.
Φυσική συμπάθεια και ευλαβώς προς αυτούς διακείμενος, αλλά και συστελλόμενος εκ σεβασμού δι’ ερωτήσεις, προσεπάθουν οτέ μεν ωτακουστών οτέ δε παρακαθήμενος να υποκλέψω τι εκ των ομιλιών και συζητήσεων των δια να κρίνω εξ αυτών περί της πνευματικής των καταστάσεως.
Ήτο νυξ σχεδόν και ανεμένοντο αι κρούσεις των σημάντρων δια την αγρυπνίαν, είχε δε τελειώσει και το κέρασμα του καθιερωμένου καφέ προς τε τους αδελφούς και ξένους και εκαθήμην ξεκουραζόμενος ένδοθεν της «Καφετζαρίας»[2] εως ου αρχίση η αγρυπνία της Ε’ Κυριακής των Νηστειών.
Θέλων ως φαίνεται, ο πανάγαθος Θεός να με πληροφόρηση περί της διαίτης των ασκητών πατέρων, έτι δε περισσότερον ίνα άρη τον ενδόμυχον γογγυσμόν μου δια τους ακρέμονας (αβρονιές) δι’ ας διττώς εμεμψιμοίρουν, πρώτον ότι ως νεώτερον με έστελλον δις της εβδομάδος προς συλλογήν μετ’ άλλων συνηλικιωτών, και εστερούμεθα της ιεράς ακολουθίας, και δεύτερον διότι δεν ηδυνάμην να τας φάγω μαγειρευομένας ως εκ της πικρότητός των, ωκονόμησε και ήλθον και εκάθησαν εις το έξωθι σκαμνίον δύο ερημίται, και η πρώτη ερώτησις του ενός προς τον έτερον ήτο «πως επέρασαν την αγίαν Τεσσαρακοστήν έως τότε»˙ εις απάντησιν ο άλλος είπε, «δι’ ευχών σας και χάριτι Χριστού καλά, έχομεν στην γειτονιά μας τον άγιον πνευματικόν παπα Ματθαίον και μας κάμει τας λειτουργίας και μεταλαμβάνουν οι αδελφοί Τετάρτην και Σάββατον, γιαυτό με έστειλεν ο Γέροντας να έλθω να πάρω πρόσφορα και λίγα κεριά και νάμα και να επιστρέψω».
«Κατά τα άλλα τα σωματικά πως περνάτε;» ξαναερώτησεν ο πρώτος˙ «δόξα τω αγίω Θεώ», ανταπάντησεν ο έτερος˙ «εφέτος η ευσπλαγχνία του Θεού μας ελυπήθη και εγέμισεν ο τόπος «αβρονιές» και δεν καταλάβαμε πως πέρασε η αγία Τεσσαρακοστή, κάθε μέρα αυτές βράζομεν με λίγο ρύζι και τα Σαββατοκύργιακα με λίγο λάδι, και είμεθα πλούσιοι από φαγητό, δοξασμένο το όνομα του Κυρίου». Ως ήκουσα ταύτα εταλάνισα εμαυτόν και ιατρεύθην από το πάθος του γογγυσμού, καθότι ημείς εις το Μοναστήριον μόνον μίαν – δύο φοράς την εβδομάδα εμαγειρεύαμεν και επί πλέον είχεν η τράπεζα προσφάγιον ελαίας ή σύκα, ενώ αυτοί εις την ξηράν έρημον στερούνται ίσως και τούτων.
Είναι δε αι «αβρονιές» αι τρυφεραί κορυφαί φυτού εκ της κατηγορίας των «ελλισσομένων» (πού αναρριχούνται) υδροχαρές (που ευδοκιμεί στο νερό) μάλλον, και πικρίζον κατά την γεύσιν, διουρητικόν και καθαρτικόν του αίματος κατά τους βοτανολόγους. Φύεται καθ’ όλας τας διεράδας (υγρά μέρη) του Αγίου Όρους, και οι ακρέμονές (κλωναράκια) του αναδύονται τρυφερώτατοι εκ της γης από αρχάς μέχρι τέλους Μαρτίου, και θεωρούνται ευλογία Θεού δια την νηστήσιμον ταύτην περίοδον. Δια τον τρώγοντα ταύτας πρώτην φοράν και δη άνευ ελαίου, ως γίνεται κατά τας νηστησίμους ημέρας εν Αγίω Όρει, φαίνονται πράγματι ως κάτι το δηλητηριώδες και βλαβερόν, οι πατέρες όμως τας συνηθίζουν συν τω χρόνω και τας ευρίσκουν και εδωδίμους (φαγώσιμους) και ωφελίμους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι Γέροντες του Μακαριστού Γέροντος Πορφυρίου
[2] Χώρος στο Αρχονταρίκι για την παρασκευή καφέ και αφεψημάτων.
ΛΑΥΣΑΪΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Ύπό Άρχιμ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΎ (†), 1983, Β’ ΕΚΔΟΣΙΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2002


Κωνσταντίνος μοναχός Καρεώτης,

ο διά Χριστόν σαλός (1898-μετά το 1969)

(Φωτογραφία: Chrysostomus Dahm, 1957)

Περισσότερες φωτογραφίες:

athosprosopography.blogspot.com

Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γερο-Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λεπτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κάνει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ’ ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).

Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.

Εξωτερικά ο Γερο – Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γερο – Κωνσταντίνο.

Ο Γερο – Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.

Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιάλειπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.

Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γερο – Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γερο – Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ’ άκουγε δυό – τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.

Ο Γερο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι’ αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.

Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!

Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάη΄ είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου – κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε – έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γερο – Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε.

Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γερο – Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.
Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού! Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ’ όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον – στην Θεσσαλονίκη – έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
Όταν έμαθα ότι ο Γερο – Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γερο – Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ’ όλα τα παλάτια του κόσμου.

Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
-Γιατί μ’ έφεραν εδώ;
Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.
Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο … και όχι στο Άγιον Όρος ο Γερο – Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο – Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.


Απόσπασμα από το βιβλίο ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ

Γέροντος Παισίου Αγιορείτου